οἰκονόμος

οἰκονόμος
οἰκονόμος, ου, ὁ (οἶκος, νέμω ‘manage’; Aeschyl.+; ins, pap, LXX; TestJos 12:3 [mss. bdg]; ParJer 7:2; Philo, Praem. 113; Joseph.; Just.. D. 125, 2; Tat.; loanw. in rabb.)
manager of a household or estate, (house) steward, manager (Diod S 36, 5, 1) ὁ πιστὸς οἰκ. ὁ φρόνιμος Lk 12:42. Sim. ζητεῖται ἐν τοῖς οἰκ. ἵνα πιστός τις εὑρεθῇ 1 Cor 4:2. He manages his master’s property (cp. Jos., Ant. 12, 200; Artem. 4, 28. The οἰκ. of various persons are mentioned in the pap: PTebt 402, 1; POxy 929, 25; οἰκ. of female employers, s. New Docs, end of entry) Lk 16:1, 3. ὁ οἰκ. τῆς ἀδικίας the dishonest manager (cp. Lucian, Ep. Sat. 2, 26 ὁ οἰκ. ὑφελόμενος; ÉDelebecque, Études grecques sur l’Évangile de Luc ’76, 89–97) vs. 8 (s. on the ‘unjust steward’ Jülicher, Gleichn. 495–514; LFonck, D. Parabel3 1919 [lit. here 675f]; ARücker, Bibl. Studien XVII/5, 1912; JKögel, BFCT XVIII/6, 1914; ERiggenbach, Schlatter Festschr. 1922, 17ff; FTillmann, BZ 9, 1911, 171–84; GKrüger, ibid. 21, ’33, 170–81; FHüttermann, ThGl 27, ’35, 739–42; HPreisker, TLZ 74, ’49, 85–92; JJeremias, Gleichnisse Jes2 ’52, 30–33; JDerrett, Law in the NT, ’70, 48–77; DFletcher, JBL 82, ’63, 15–30; JFitzmyer, Theological Studies 25, ’64, 23–42; DIreland, Stewardship and the Kingdom of God: An Historical, Exegetical, and Contextual Study of the Parable of the Unjust Steward in Luke 16:1–3 ’92). With ἐπίτροπος Gal 4:2 (SBelkin, JBL 54, ’35, 52–55).
public treasurer, treasurer ὁ οἰκ. τῆς πόλεως the city treasurer (SIG 1252 πόλεως Κῴων οἰκονόμος; other exx. in PLandvogt, Epigr. Untersuchungen üb. den οἰκονόμος, diss. Strassb. 1908; HCadbury, JBL 50, ’31, 47ff) Ro 16:23.
one who is entrusted with management in connection with transcendent matters, administrator (Aristot., Rhet. 3, 3 p. 1406a, 27 οἰκ. τῆς τῶν ἀκουόντων ἡδονῆς; Tat. 9, 3 τῆς εἱμαρμένης οἰκ.) of the administrators of divine things (Βαροὺχ ὁ οἰκ. τῆς πίστεως ParJer 7:2; of an office in the Serapeum UPZ 56, 7 [160 B.C.]; religious associations also had οἰκ.: OGI 50, 12; 51, 26): the apostles are οἰκονόμοι μυστηρίων θεοῦ administrators of God’s secret counsels/plans 1 Cor 4:1. So the overseer of a Christian community must conduct himself as a θεοῦ οἰκ. Tit 1:7. But Christians gener. are also θεοῦ οἰκ. (καὶ πάρεδροι καὶ ὑπηρέται) IPol 6:1 or καλοὶ οἰκ. ποικίλης χάριτος θεοῦ good administrators of God’s varied grace 1 Pt 4:10 (cp. X., Mem. 3, 4, 7 οἱ ἀγαθοὶ οἰκ.).—JReumann, JBL 77, ’58, 339–49 (pre-Christian), ‘Jesus the Steward’, TU 103, ’68, 21–29.—New Docs 4, 160f. DELG s.v. νέμω. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οἰκονόμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκόνομος — one who manages a household masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικονόμος — ο, η, θηλ. και οικονόμα (ΑΜ οικονόμος, ὁ, ἡ, Α θηλ. και οικονόμισσα) 1. επιστάτης ο οποίος διαχειρίζεται τα ζητήματα τού σπιτιού 2. εκκλ. α) εκκλησιαστικό αξίωμα ο κάτοχος τού οποίου ήταν, στο παρελθόν, υπεύθυνος για τη διαχείριση τής… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Κωνσταντίνος, ο εξ Oικονόμων — (Τσαρίτσανη 1780 – Αθήνα 1857). Λόγιος κληρικός, διαπρεπής ρήτορας και θεολόγος. Γιος λόγιου ιερέα, ο Ο. διδάχτηκε από τον πατέρα του όχι μόνο τα πρώτα γράμματα, αλλά και τα πρώτα στοιχεία της εκκλησιαστικής φιλολογίας και ρητορικής. Έτσι, όταν… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Γεώργιος — (Αθήνα 1883 – 1951). Έλληνας αρχαιολόγος. Αφού ολοκλήρωσε τις φιλολογικές του σπουδές στο Πανεπιστήμιο Αθηνών μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία (1903 1908), όπου παρακολούθησε κυρίως μαθήματα αρχαιολογίας και… …   Dictionary of Greek

  • οικονόμος — ο 1. άνθρωπος φειδωλός στις δαπάνες, σφιχτός (αντίθ. σπάταλος). 2. ο υπεύθυνος για τη διαχείριση των οικονομικών σπιτιού ή ιδρύματος. 3. καλόγερος σε μοναστήρι, υπεύθυνος για την προμήθεια, φύλαξη και διαχείριση των τροφίμων. 4. τιμητικός τίτλος… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Οικονόμος, Αριστείδης — (1835 – 1890). Νομομαθής και δικαστικός. Καταγόταν από τα Καλάβρυτα. Διετέλεσε εφέτης στην Αθήνα και από τη θέση αυτή συνετέλεσε στην απαλλαγή από τη δίωξη του Χαρίλαου Τρικούπη, μετά τη δημοσίευση του άρθρου του Τις πταίει. Αργότερα διορίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Νεόφυτος — (1795 – 1833). Κρητικός ιερομόναχος και αγωνιστής της Επανάστασης. Μετά το τέλος των γυμνασιακών του σπουδών πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ο προϊστάμενος του εκεί Σιναϊτικού μετοχιού, επειδή εκτίμησε το σπινθηροβόλο πνεύμα του και την… …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμος, Σοφοκλής — (Τσαρίτσανη 1809 – Βισύ Γαλλίας 1877). Λόγιος γιατρός, γιος του Κωνσταντίνου Οικονόμου. Αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σμύρνη, μετέβη στη Ρωσία, όπου βρισκόταν ήδη ο πατέρας του. Σπούδασε ιατρική στη Γερμανία και άσκησε το… …   Dictionary of Greek

  • Παπαλέξης, Οικονόμος — Κληρικός και προύχοντας από την Ανδρίτσαινα, που έζησε τον 19o αι. Αν και δεν ήταν μορφωμένος, εξαιτίας της κοινωνικής του πείρας, έγινε οικονόμος και στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ως αντιπρόσωπος της Πελοποννήσου στην Υψηλή Πύλη. Όταν γύρισε,… …   Dictionary of Greek

  • οἰκονόμω — οἰκόνομος one who manages a household masc nom/voc/acc dual οἰκόνομος one who manages a household masc gen sg (doric aeolic) οἰκονόμος masc nom/voc/acc dual οἰκονόμος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”